σμήνος

σμήνος
Στη φυσική σημαίνει ομάδα σωματίδιων η οποία παράγεται σ’ ένα ειδικό μέσο από ένα προσπίπτον σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μια διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων. Διακρίνουμε τα διεισδυτικά σ. από πυρηνικά σωματίδια (νουκλεόνια, μεσόνια) και τα ηλεκτρομαγνητικά σ. από ηλεκτρόνια και φωτόνια. Στα ηλεκτρομαγνητικά σ. ένα ηλεκτρόνιο, καθώς διασχίζει την ύλη, έχει μια ορισμένη πιθανότητα να χάσει ενέργεια, είτε εξαιτίας του ιονισμού είτε εξαιτίας της ηλεκτρομαγνητικής πέδησης που υφίσταται εξαιτίας του κουλομπικού ηλεκτροστατικού πεδίου των γειτονικών πυρήνων. Η ενέργεια που χάνεται στο φαινόμενο πέδησης καθίσταται διαθέσιμη υπό μορφή ακτινοβολιών, με την παραγωγή ενός φωτόνιου, το οποίο μπορεί να παράγει, με διάφορες πιθανότητες, βασικά δύο τύπους φαινομένων: μπορεί να εξαγάγει ένα περιφερειακό ηλεκτρόνιο από ένα άτομο εξαιτίας του φαινόμενου Κόμπτον ή μπορεί να υποστεί εξουδένωση στο ηλεκτροστατικό πεδίο ενός πυρήνα παράγοντας ένα ζεύγος ηλεκτρόνιων. Στο σημείο αυτό της διαδικασίας υπάρχουν διαθέσιμα νέα ηλεκτρόνια, που μπορούν να παράγουν αλυσωτά φαινόμενα. Τα σωματίδια που αποτελούν το σ. πολλαπλασιάζονται ταχέως ώσπου η ενέργεια δεν μπορεί να υποδιαιρεθεί μεταξύ των διάφορων στοιχείων και γίνεται αδύνατη η επανάληψη των φαινόμενων που αναφέρθηκαν. Τα αλυσωτά σ. παρατηρήθηκαν στις ακτινοβολίες περίπου 1932 (Μπλάκετ, Άντερσον), ενώ άλλοι τύποι προσδιορίστηκαν στις κοσμικές ακτινοβολίες, περίπου 1938, από τον Ωζέ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση μιλάμε για εκτεταμένα σ., γιατί αφορούν μια επιφάνεια αρκετά ευρεία με σημεία που απέχουν μεταξύ τους εκατοντάδες μέτρων και αποτελούνται από ένα τεράστιο αριθμό σωματιδίων.
* * *
το / σμῆνος, ΝΑ, δωρ. τ. σμᾱνος, ονομ. πληθ. και ζμήνη και ετερόκλ. σμῆνα, Α
1. ομάδα μελισσών ή άλλων υμενόπτερων εντόμων που περιλαμβάνει άτομα διαφόρων κατηγοριών τα οποία ζουν από κοινού
2. αυτοτελές σύνολο μελισσών ή σφηκών
3. (κατ' επέκτ.) πυκνό πλήθος, πυκνή ομάδα
νεοελλ.
1. βιολ. α) σύνολο πτηνών σε πτήση
β) σύνολο κατοικίδιων ζώων τού ίδιου είδους ή ειδών άγριων μηρυκαστικών που συμβιώνουν
γ) σύνολο ζώων ενός κατοικίδιου είδους που απαντούν σε μια αγροτική εκμετάλλευση
δ) σύνολο ζώων ενός κατοικίδιου είδους τών οποίων η φύλαξη ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους, αλλ. αγέλη ή κοπάδι
2. βασική μονάδα τής πολεμικής αεροπορίας, η οποία μπορεί να αναλάβει αυτοδύναμη αποστολή
3. φρ. α) «αστρικά σμήνη» — μόνιμη συγκέντρωση αστέρων συγκρατούμενων με κοινή αμοιβαία έλξη, συγκέντρωση η οποία αποτελεί αυθύπαρκτη φυσική μονάδα με κοινή κίνηση και προέλευση
β) «ανοιχτά αστρικά σμήνη» ή «γαλαξιακά αστρικά σμήνη»
αστρον. αστρικά σμήνη που περιέχουν μικρό αριθμό αστέρων, από δέκα περίπου έως μερικές εκατοντάδες, συνήθως σε ασύμμετρη διάταξη
γ) «σφαιρωτά αστρικά σμήνη»
αστρον. ηλικιωμένα συστήματα, που περιέχουν χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αστέρες, οι οποίοι βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους σε συμμετρική και σχεδόν σφαιρική διάταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, με επίθημα -νος (πρβλ. έθ-νος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σμῆνος — beehive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμῆνος — beehive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήνος — το 1. πλήθος: Σμήνη πουλιών πετούσαν στον ουρανό. 2. σύνολο μελισσών. 3. σύνολο αεροπλάνων που συγκροτούν μια μονάδα: Απογειώθηκε ένα σμήνος, για να καταδιώξει τα εχθρικά αεροπλάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόμης, σμήνος — (Αστρον.). Ονομασία δύο αντικειμένων στον αστερισμό της κόμης της Βερενίκης. Το πρώτο είναι ένα ανοικτό σμήνος αστέρων με περίπου 80 αστέρες, εύκολα ορατό ακόμη και με διόπτρες. Το δεύτερο είναι ένα απομακρυσμένο σμήνος γαλαξιών, κοντά στον… …   Dictionary of Greek

  • αλυσωτά σμήνη — Σμήνος σωματιδίων που παράγεται σε ένα μέσο από ένα σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μία διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων …   Dictionary of Greek

  • Σμήνους — Σμῆνος beehive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σμήνων — Σμῆνος beehive masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… …   Dictionary of Greek

  • Λυρίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεώρων. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας. Η Γη συναντά το σμήνος σε ετήσια βάση, στο διάστημα από 18 έως 24 Απριλίου. Κάθε 12 με 16 χρόνια, η βροχή των μετεώρων είναι πολύ πιο έντονη από τις… …   Dictionary of Greek

  • Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”